άδυτος

άδυτος
-η, -ο
1. αυτός στον οποίο δεν μπορεί κανείς να διεισδύσει, ανεξερεύνητος: Χωρίς να το καταλάβουν βρίσκονταν μπροστά σε μια άδυτη σπηλιά.
2. το ουδ., άδυτο ως ουσ., το τμήμα του ναού στο οποίο μονάχα οι ιερείς μπορούν να μπουν, αλλιώς άβατο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄδυτος — not to be entered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδυτος — η, ο (Α ἄδυτος, ον) 1. τόπος στον οποίο δεν μπορεί κανείς να διεισδύσει, απρόσιτος, ανεξερεύνητος, απροσπέλαστος, άπατος 2. το ουδ. ως ουσ. το άδυτο βλ. λ. μσν. νεοελλ. (για τα ουράνια σώματα) αυτός που ποτέ δεν δύει (στα νεοελλ. και «αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ἀδύτως — ἄδυτος not to be entered adverbial ἄδυτος not to be entered masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίμαχος, Δημήτριος — (Άδυτος Μικράς Ασίας 1876 – Νέα Υόρκη 1963). Κληρικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Χειροτονήθηκε ιερέας και με την ιδιότητα αυτή υπηρέτησε ως γραμματέας στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας (1906 14). Ενδιάμεσα εκπόνησε… …   Dictionary of Greek

  • ἀδύτους — ἄδυτος not to be entered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδυτε — ἄδυτος not to be entered masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδυτοι — ἄδυτος not to be entered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδυτον — neut nom/voc/acc sg ἄδυτος not to be entered masc/fem acc sg ἄδυτος not to be entered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδυτο — Ονομασία κατά την αρχαιότητα των καθαγιασμένων τόπων όπου απαγορευόταν η είσοδος σε οποιονδήποτε εκτός από τους ιερείς και, σε μερικές περιπτώσεις και σε αυτούς ακόμα. Τo ά. μπορούσε να είναι ναός ή μέρος ναού (δωμάτιο πίσω από τον σηκό) ή… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՄԱՏՈՅՑ — (տուցի, ցից.) NBH 1 0200 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c ա. Անմատչելի. անհպելի. անմերձենալի. ἁπρόσιτος, ἅδυτος inaccessus *Բնակեալ ʼի լոյս անմատոյց. ՟Ա. Տիմ. ՟Զ. 15: *Յանմատուցից մթից դժոխոց. Իմ. ՟Ժ՟Է. 13.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”